Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τόπος συγκέντρωσης 2) (

  • 1 пункт

    пункт м 1) (место) το σημείο, το κέντρο· медицинский \пункт το ιατρείο· переговорный \пункт το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός' сборный \пункт о τόπος συγκέντρωσης 2) (параграф) η παράγραφος* το άρθρο (раздел)
    * * *
    м
    1) ( место) το σημείο, το κέντρο

    медици́нский пункт — το ιατρείο

    перегово́рный пункт — το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός

    сбо́рный пункт — ο τόπος συγκέντρωσης

    2) ( параграф) η παράγραφος; το άρθρο ( раздел)

    Русско-греческий словарь > пункт

  • 2 сборный

    сборн||ый
    прил
    1. (составленный посредством сборки) πτυκτός, λυόμενος:
    \сборный дом σπίτι σέ κομμάτια·
    2. (разнородный) μικτός, σύμμικτος:
    \сборныйая команда спорт. ἡ μικτή ὁμάδα·
    3. (предназначенный для сбора) τής συναθροίσεως, τής συγκέντρωσης:
    \сборный пункт ὁ τόπος συγκέντρωσης.

    Русско-новогреческий словарь > сборный

  • 3 пункт

    пункт
    м
    1. (место) ὁ σταθμός:
    сборный \пункт ὁ τόπος συγκέντρωσης· командный \пункт ὁ σταθμός διοίκησης· наблюдательный \пункт τό παρατηρητήριο[ν]· призывной \пункт τό στρατολογικό[ν] γραφεῖο[ν], τό κέντρο[ν] ἐπιστρατεύσεως· опорный \пункт воен. ἡ ὁχυρά βάσις, τό ὁχυρωμένο ση-,μεῖο, τό σημείο στήριξης· \пункт медицинской помощи ὁ σταθμός ἱατρικής περιθάλψεως· переговорный \пункт ὁ τηλεφωνικός σταθμός· населенный \пункт ὁ κατοικημένος χώρος, ὁ τόπος·
    2. (момент) τό σημείο[ν], ὁ σταθμός:
    кульминационный \пункт τό κατακόρυφο, τό κορύφωμα, ὁ κολοφών поворотный \пункт ἡ καμπή, τό σημείο στροφής·
    3. (раздел) τό ἄρθροΜ/ ἡ παράγραφος (параграф):
    изложить по \пунктам ἐκθέτω κατ' ἀρθρον
    4. полигр. ἡ στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > пункт

  • 4 сбор

    сбор
    м
    1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):
    \сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·
    2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):
    \сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·
    3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:
    почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·
    4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·
    5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·
    6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:
    долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο.

    Русско-новогреческий словарь > сбор

  • 5 пункт

    α.
    1. σημείο•

    стратегический στρατηγικό σημείο•

    наблюдательный пункт το παρατηρητήριο•

    сборный пункт σημείο συγκέντρωσης•

    поворотный пункт καμπή, στροφή.

    2. σταθμός•

    командный пункт σταθμός διοίκησης•

    медицинский пункт σταθμός πρώτων βοηθειών.

    || τόπος, μέρος• χώρος•

    населенный пункт κατοικημένο μέρος.

    3. σημείο, μέρος (κειμένου, λόγου κ.τ.τ.).
    σημείο ανάπτυξης•

    кульминационный пункт το ύψιστο σημείο, το κορύφωμα, ο κολοφώνας.

    4. (τυπγρ.) η στιγμή.
    εκφρ.
    по -ам ή пункт за -ом – κατ άρθρο ένα-ένα, με τη σειρά.

    Большой русско-греческий словарь > пункт

См. также в других словарях:

  • γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο — το 1. μέρος όπου στρατοπεδεύει κάποιος: Οι εχθροί θέλησαν να καταλάβουν το στρατόπεδό μας. 2. «Στρατόπεδο συγκέντρωσης», τόπος συγκέντρωσης αιχμαλώτων ή πολιτικών αντιπάλων: Ο δικτάτορας γέμισε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με πολιτικούς αντιπάλους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • κοφτήριο — και κοφτήρι και κοπτήριο, το (Α κοπτήριον) [κοπτήρ] (νεοελλ) 1. χαρτοπαικτική λέσχη ή τόπος συγκέντρωσης όπου ασκείται χαρτοκλοπία σε βάρος τών αδαών θαμώνων 2. κατάστημα με πολύ υψηλές τιμές αρχ. τόπος όπου κοπανιζόταν το σιτάρι …   Dictionary of Greek

  • συνακτήριος — ία, ον, Μ 1. αυτός που καλεί σε σύναξη, σε συνάθροιση («τῶν τῆς ἐκκλησίας συνακτηρίων κωδώνων», Παχυμ. Γ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνακτήριον α) τόπος συγκέντρωσης β) τόπος προσευχής, ευκτήριος οίκος γ) σύναξη, σύνολο συγκεντρωμένων ανθρώπων δ)… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • τζάμι — Ο ιερός χώρος, ο τόπος συγκέντρωσης και προσευχής, ο ναός των μουσουλμάνων. Τα κύρια στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε τ. είναι ο κυρίως ναός με το μιχράμπ (το ιερό) και ο μιναρές. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο δεν οδηγούν αναγκαστικά στη σύνθεση μιας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»